- τρίψαντες
- τρί̱ψαντες , τρίβωrubaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ACETUM — praecipui olim in condimentis usus, inde ἧδος per excellentiam Graecis dictum: nec Silphii minor commendatio. Unde ὄξος et σίλφιον iungit Aristophanes in Avibus. Α᾿λλ᾿ ὑπιχνῶσιν, τυρον`, ἔλαιον, Σίλφιον, ὀξος καὶ τρίψαντες Κατάχυςμ᾿ ἕτερον. Et… … Hofmann J. Lexicon universale
κατάχυσμα — κατάχυσμα, τὸ (Α) [καταχέω] 1. είδος ζωμού, σάλτσας, που έχυναν πάνω στα φαγητά ως καρύκευμα («καὶ τρίψαντες κατάχυσμ ἕτερον γλυκὺ καὶ λιπαρόν», Αριστοφ.) 2. στον πληθ. τὰ καταχυσματα ξηροί καρποί, ανακατωμένοι, με τους οποίους έρραιναν τους… … Dictionary of Greek